- εὐπράγημα
- εὐπρᾱγ-ημα, ατος, τό,A a success, in war, in pl., App. Pun.4, BC1.51: generally, Sch.Pi.I.3.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευπράγημα — εὐπράγημα, τὸ (Α) [ευπραγώ] 1. επιτυχημένη έκβαση, επιτυχία 2. στον πληθ. τὰ εὐπραγήματα τα πολεμικά κατορθώματα … Dictionary of Greek
εὐπραγήμασι — εὐπράγημα a success neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπραγήμασιν — εὐπράγημα a success neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπραγήματα — εὐπράγημα a success neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)